- ελαύνω
- (ΑΜ ἐλαύνω)1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος3. επιτίθεμαι4. κωπηλατώ5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως6. (για μέταλλα) σφυρηλατώμσν.1. συλλαμβάνω2. ανακοινώνωαρχ.1. (για πεζούς) προχωρώ2. πλέω3. (για κλεμμένα ζώα) οδηγώ μακριά4. (από την εικόνα τής κωπηλασίας) βινώ, γαμώ5. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο6. χτυπώ, τραυματίζω με το όπλο7. τρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα8. σκάβω9. φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές10. (για τείχος, οικοδομή) ανεγείρω γύρω από έναν χώρο11. διεγείρω12. φρ. «ἐς τοσοῡτον ἤλασαν» — έφτασαν σε αυτό το σημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Υπετέθη αρχική ΙΕ ρίζα *elә «σπρώχνω, παρακινώ, κινούμαι, πηγαίνω», στην οποία ανάγονται ο μέλλ. ελώ, ο αόρ. ήλασα, οι παθ. αόρ. ηλάθην, ηλάσθην, ο παρακμ. ελήλακα αλλά και το εφετικό ελασείω, καθώς και ο σπάνιος ενεστώτας ελάω, ενώ ο εύχρηστος παράλληλος ενεστωτικός τ. ελαύνω είναι πιθ. μετονοματικό παράγωγο από υποθετικό τ. *ελα-υν-ος < *ελα-Fαρ, από το θ. τού ελά-ω (πρβλ. αλε-Faρ, αλέ(F)ατα: αλέω). Με την ίδια αρχική ΙΕ ρίζα συνδέονται πιθ. οι λέξεις ιάλλω, ήλθον και ελεύσομαι, που λειτουργούν αντίστοιχα ως αόρ. και μέλλ. τού έρχομαι καθώς και τα λατ. alacer «εύθυμος, γρήγορος», ambulo «βαδίζω», exsul «φυγάς», proelium «κίνδυνος, μάχη» και το αρμ. eli «ανέβηκα, βγήκα». Το ελαύνω, με αρχική σημασία «σπρώχνω, οδηγώ», κατέληξε να σημαίνει και «εποχούμαι» αλλά και «σφυροκοπώ» (πρβλ. χαλκ-ήλατος, χρυσ-ήλατος αλλά και σφυρ-ηλατημένος). Εύχρηστος στην νέα Ελληνική είναι ο τ. έλα, αρχ. προστακτική τού ελάω, που λειτουργεί ως προστακτική τού έρχομαι. Τέλος, η γαλλ. λ. elastique, τεχνικός όρος, ανάγεται στον αρχ. ελλ. τ. ελαστός.ΠΑΡ. έλασις, έλασμα, ελατήρ, ελάτης, ελατόςαρχ.-μσν.ελασία, ελασμός.ΣΥΝΘ. απελαύνω, εισελαύνω, επελαύνω, παρελαύνω, προελαύνωαρχ.αντελαύνω, διελαύνω, ενελαύνω, εξελαύνω, κατελαύνω, μετελαύνω, περιελαύνω, προσελαύνω, συνελαύνω, υπελαύνω, υπερελαύνω].
Dictionary of Greek. 2013.